τσουκάλι

τσουκάλι
και τσικάλι, το, Ν
1. πήλινη ή και μεταλλική χύτρα
2. ουροδοχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. zucca].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τσουκάλι — το 1. πήλινη χύτρα. 2. ουροδοχείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσουκάλα — η, Ν μεγάλο τσουκάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσουκάλι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κουτάλ α)] …   Dictionary of Greek

  • τσουκαλιά — η, Ν το περιεχόμενο ενός τσουκαλιού, η ποσότητα που μπορεί να χωρέσει ένα τσουκάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσουκάλι + κατάλ. ιά (πρβλ. κουταλ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • χαλκοτσούκαλο — το, Ν χάλκινο τσουκάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + τσουκάλι] …   Dictionary of Greek

  • τσουκαλιά — η η ποσότητα του υλικού που χωράει σε ένα τσουκάλι, όσο χωράει ένα τσουκάλι: Μια τσουκαλιά φασόλια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Рицос, Яннис — Яннис Рицос Γιάννης Ρίτσος …   Википедия

  • -άλα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται: Ι) αφηρημένα ουσιαστικά παράγωγα ρημάτων, που δηλώνουν ενέργεια τού πρωτότυπου ρήματος, π.χ. κρεμάλα < κρεμώ, μουντζάλα < μουντζαλώνω, πηλάλα… …   Dictionary of Greek

  • αλμοδοχείο — το δοχείο (βαρέλι, πιθάρι, τσουκάλι κ.λπ.) που περιέχει άλμη· [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλμη + δοχείο] …   Dictionary of Greek

  • εξαυστήρ — ἐξαυστήρ, ο (Α) [εξαύω (I)] μεγάλο πιρούνι για να βγάζουν το κρέας από το τσουκάλι …   Dictionary of Greek

  • εψάνη — η (Α ἑψάνη) νεοελλ. ταψί, τεψί αρχ. μαγειρικό σκεύος που χρησιμεύει για βράσιμο, πλατιά χύτρα, τσουκάλι ή τηγάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἑψ τού ἕψω + κατάλ. ανη (πρβλ. οχ άνη, χο άνη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”